Ο σκηνοθέτης Γιάννης Ιορδανίδης, σε σειρά άρθρων του στο θεατρικό περιοδικό «Δρώμενα» γράφει για σπουδαίες προσωπικότητες του Ελληνικού θεάτρου. Θυμάται τον θεατροποιό Κωστή Μιχαηλίδη, αποχαιρετά την Άννα Συνοδινού, θθυμάται την γνωριμία του με τον Αλέξη Σολομό.
Πρωτογνώρισα τον Κωστή Μιχαηλίδη στη Θεσσαλονίκη, στα τέλη του 1967, την ίδια ακριβώς χρονιά, που πρωτογνώρισα και τον Θάνο Κωτσόπουλο. Δεν θα κρύψω σήμερα, που νοιώθω πολύ μεγάλη τρυφερότητα και για τους δύο, πως τότε, τους έβλεπα λίγο με μισό μάτι, γιατί συναισθηματικά, είχα συνδέσει – και δεν ίσχυε βέβαια – την απομάκρυνση του Σωκράτη Καραντινού από τη Διεύθυνση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος με τον ερχομό του Κωτσόπουλου και του Μιχαηλίδη, ως μόνιμοι σκηνοθέτες του Κρατικού. Ο Κωτσόπουλος, μάλιστα και ως πρωταγωνιστής.
Ο κοσμοπολίτης Μιχαηλίδης, όσο περνούσε ο καιρός και τον γνώριζα καλύτερα, παρακολουθώντας παραστάσεις και πρόβες του, κρατώντας μάλιστα σημειώσεις, ή κουβεντιάζοντας μαζί του, άρχισε να με κερδίζει, ακόμα και να με γοητεύει. Είχα αντιληφθεί, πως ο Μιχαηλίδης, ήταν ένας πραγματικός Θεατράνθρωπος, ένας Θεατρομάστορας, ένας Θεατροκατασκευαστής, ένας Θεατροποιός, κατά τον Μπέρνχαρντ, απ’ τον οποίο είχα πολλά να διδαχτώ.
Aυτό, όμως, που ήταν, πολύ σπουδαίο μάθημα, για μένα, ήταν να βλέπεις τον Μιχαηλίδη, να σκηνοθετεί. Να τον βλέπεις πάνω στον πυρετό της πρόβας. Να δημιουργεί και να πάλλεται. Να δημιουργεί, κυριολεκτικά, με τα χέρια. Όπως ένας τσαγκάρης φτιάχνει ένα παπούτσι, ένας μαραγκός μια καρέκλα, ή ένας οικοδόμος σηκώνει έναν τοίχο. Ναι, ο Μιχαηλίδης σκηνοθετούσε, με τα χέρια. Δεν ξέρω, αν μπορώ να μεταδώσω, αυτή την αίσθηση, αλλά αυτή είναι, η εικόνα που έχω για ’κείνον. Δεν υπήρχαν θεωρίες. Υπήρχε, μόνο, η πράξη. Πρόβες, ατελείωτες. Ξανά και ξανά, μέχρι να ’ρθει, το ζητούμενο αποτέλεσμα. Αποτέλεσμα αισθητικό, αποτέλεσμα ερμηνευτικό, μαγεία θεάτρου, πέρα από κανόνες και μέτρα. Συχνά, επαναλάμβανε το στίχο του Σεφέρη: ‘‘Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι.’’
Διαβάστε εδώ ολόκληρο το άρθρο.
Όταν έγραψε την αφιέρωση με ρώτησε: « Τί ημερομηνία έχουμε;» Απάντησα «Πρώτη του Μάρτη». «Ποια χρονιά;». Της είπα «2014». Με κοίταξε σαν κάτι να μην καταλάβαινε. Μου έδωσε πίσω τη φωτογραφία και αφού έκανε μερικές διορθώσεις στην αφιέρωσή της, μου αφιέρωσε και τα δυο βιβλία της τα «Πρόσωπα και προσωπεία» και «Αίνος στους άξιους». Και πάντα η ίδια ερώτηση για την ημερομηνία και τη χρονιά.
Όταν τελείωσε με κοίταξε κατάματα και μου χάιδεψε τρυφερά το χέρι. Ύστερα το ‘σφιξε σαν να προσπαθούσε μ’ αυτό τον τρόπο κάτι να μου πει… Μια μυστική συνεννόηση… Κατάλαβα πως δε θα ‘πρεπε να μείνω κι άλλο και της είπα «Θα σας δώσω ξανά το κινητό μου. Αν χρειαστείτε κάτι μην διστάσετε να μου τηλεφωνήσετε ότι ώρα και να ‘ναι». Με κοίταξε και μ’ ευχαρίστησε κάνοντάς μου νόημα με το κεφάλι. Την ρώτησα «Να σας βοηθήσω να ξαπλώσετε;». Κούνησε δυο φορές αρνητικά το χέρι και ξαφνικά χάθηκε στις σκέψεις της… Σα να κοιτούσε βαθιά σ’ ένα παρελθόν ή σ’ ένα άγνωστο μέλλον.
Σηκώθηκα διακριτικά να φύγω και τότε την άκουσα να μου λέει «Μπορώ Γιάννη μου να δω πάλι εκείνη τη φωτογραφία;» και άπλωσε το χέρι της. Της την έδωσα. Την κοίταζε για αρκετή ώρα σιωπηλή. Της είπα «Φεύγω για να σας αφήσω να ξεκουραστείτε». Με αγκάλιασε κι εγώ έσκυψα και της φίλησα το χέρι . «Ευχαριστώ πολύ για την επίσκεψη –μου είπε– μου έδωσε πολύ μεγάλη χαρά». Αντάλλαξα στην πόρτα δυο λόγια με τον κύριο Χρήστο κι ύστερα έφυγα… Ήμουν βαθιά συγκινημένος. Είχα το προαίσθημα πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα την Συνοδινού. Είχα το προαίσθημα πως την αποχαιρετούσα. Πως αποχαιρετούσα ένα μεγάλο κεφάλαιο της Ιστορίας του Ελληνικού Θεάτρου… Βγήκα στο δρόμο, σταμάτησα ένα ταξί και γύρισα αμέσως στο σπίτι… Με τα ίδια μου τα μάτια αντίκρυσα εκείνο το πρωινό, πόσο σκληρό πράγμα είναι τα γηρατειά.
Διαβάστε εδώ ολόκληρο το άρθρο.
Καθόταν στην πλατεία του Θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, όπου θα ανέβαινε η παράσταση και ψύχραιμος ρύθμιζε τις τελευταίες τεχνικές λεπτομέρειες με τους συνεργάτες του, λίγο πριν αρχίσει η τελευταία, δοκιμή. Στην αίθουσα ελάχιστοι. Δίπλα στον Σολομό καθόταν ο Καραντινός, που μόλις είδε τον πατέρα μου κι εμένα να πλησιάζουμε, ανέλαβε να με συστήσει στον Σολομό με τον γνωστό ‘‘Καραντινικό’’ του τρόπο. Τον καταθέτω: ‘‘Αλέξη, αυτός είναι ο Ιορδανίδης ο νεότερος, έχε το νου σου, γιατί θέλει να γίνει σκηνοθέτης και θα σου κάνει παρατηρήσεις, αν βρει κάτι, που δεν έκανες καλά. Όποτε έρχεται σε δική μου γενική δοκιμή, δεν μ’ αφήνει σε χλωρό κλαρί. Δεν έρχεται για καλό στην πρόβα, να ξέρεις…’’
Κι ο Σολομός, εισπράττοντας το χιούμορ του Καραντινού, απαντούσε με τον, επίσης, γνωστό ‘‘Σολομικό’’ τρόπο: ‘‘Αδύνατο, εδώ δεν θα βρει να κάνει καμια παρατήρηση’’. Αλλά, ο Καραντινός επέμενε: ‘‘Μην το λες… Από παιδί κι από τρελό…Πόσο μάλλον από τρελόπαιδο! Περίμενε, αν δεν με πιστεύεις, το τέλος της πρόβας και θα δεις…’’
Ο πατέρας μου κάθισε μαζί τους κι εγώ, που είχα πάρει τον ρόλο μου πολύ στα σοβαρά, έτρεξα στο γραφείο της Διεύθυνσης Σκηνής και πήρα χαρτί και στυλό, για να κρατήσω σημειώσεις και να κάνω τις σκηνοθετικές μου…. παρατηρήσεις στον Σολομό! Ανέβηκα κι έκατσα σ’ ένα κεντρικό θεωρείο και με το που χτύπησε τρίτο κουδούνι κι έσβησαν τα φώτα, μεταμορφώθηκα σε…Άλκη Θρύλο!
Διαβάστε εδώ ολόκληρο το άρθρο.