Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Δ. Καλοκύρης (1916-2015) γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, όπου ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του. Φοίτησε στη Φιλοσοφική και τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε το πτυχίο της Θεολογίας. Υπηρέτησε ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης στο Ρέθυμνο, κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40, έχοντας ήδη εκδηλώσει το ζωηρό ενδιαφέρον του για το χώρο της Βυζαντινής Αρχαιολογίας. Κατά την περίοδο εκείνη, μάλιστα, εντόπισε στην κωμόπολη του Πανόρμου τα ίχνη ενός παλαιοχριστιανικού μνημείου που, όπως αποδείχθηκε, επρόκειτο για μια παλαιοχριστιανική βασιλική η οποία συγκαταλέγεται στα μεγαλύτερα και σημαντικότερα παλαιοχριστιανικά κτίσματα της νήσου. Μετά από επιτυχείς εξετάσεις διορίστηκε επιμελητής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με έδρα το Ηράκλειο και ανέπτυξε πλούσια ερευνητική, αναστηλωτική και ανασκαφική δράση σε πλήθος βυζαντινών μνημείων της Κρήτης. Η δραστηριότητα αυτή διεκόπη για μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία και τη Γερμανία. Το 1955 υπέβαλε στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών τη διατριβή του «Η Γέννησις του Χριστού εις την Βυζαντινήν τέχνη της Ελλάδος» και το 1958 εκλέχτηκε υφηγητής της Χριστιανικής Αρχαιολογίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1961 καθηγητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου υπηρέτησε ως το 1983. Το 1984 η Σύγκλητος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης του απένειμε τον τίτλο του Ομότιμου καθηγητή. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Κρητικών Ιστορικών Μελετών το 1951 και σταθερός συνεργάτης του περιοδικού της Κρητικά Χρονικά.
Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Δ. Καλοκύρης (1916-2015) γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, όπου ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του. Φοίτησε στη Φιλοσοφική και τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε το πτυχίο της Θεολογίας. Υπηρέτησε ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης στο Ρέθυμνο, κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '40, έχοντας ήδη εκδηλώσει το ζωηρό ενδιαφέρον του για το χώρο της Βυζαντινής Αρχαιολογίας. Κατά την περίοδο εκείνη, μάλιστα, εντόπισε στην κωμόπολη του Πανόρμου τα ίχνη ενός παλαιοχριστιανικού μνημείου που, όπως αποδείχθηκε, επρόκειτο για μια παλαιοχριστιανική βασιλική η οποία συγκαταλέγεται στα μεγαλύτερα και σημαντικότερα παλαιοχριστιανικά κτίσματα της νήσου. Μετά από επιτυχείς εξετάσεις διορίστηκε επιμελητής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με έδρα το Ηράκλειο και ανέπτυξε πλούσια ερευνητική, αναστηλωτική και ανασκαφική δράση σε πλήθος βυζαντινών μνημείων της Κρήτης. Η δραστηριότητα αυτή διεκόπη για μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία και τη Γερμανία. Το 1955 υπέβαλε στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών τη διατριβή του «Η Γέννησις του Χριστού εις την Βυζαντινήν τέχνη της Ελλάδος» και το 1958 εκλέχτηκε υφηγητής της Χριστιανικής Αρχαιολογίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1961 καθηγητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου υπηρέτησε ως το 1983. Το 1984 η Σύγκλητος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης του απένειμε τον τίτλο του Ομότιμου καθηγητή.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Κρητικών Ιστορικών Μελετών το 1951 και σταθερός συνεργάτης του περιοδικού της Κρητικά Χρονικά.