…Η “Νέα Ατλαντίδα” (καθώς και οι περισσότερες ουτοπικές πολιτείες) θεμελιώθηκε σ’ ένα απόμακρο νησί, άγνωστο για την εποχή που γράφεται το ουτοπικό σχεδίασμα. Έτσι δίνει το πρωτείο στην εσωτερική και όχι στην εξωτερική πολιτική. Ως “civitas sufficiens” έχει εξασφαλίσει τη γεωπολιτική της αυτοδυναμία. Από την άποψη αυτή αποτελεί απάντηση στο μερκαντιλισμό που (υιοθέτησε βέβαια εθνικούς περιορισμούς στην εμπορική δραστηριότητα, αλλά και) επιτάχυνε την εισαγωγή των πολύτιμων μετάλλων από το χρυσοφόρο “νέο κόσμο”. “Κάθε ξένος μας διαφθείρει”, έγραφε το 1615 ο Montchretien εκφράζοντας την ξενοφοβία του καιρού του. Οι κάτοικοι όμως της ουτοπικής κοινότητας δεν ξεκόβονται απόλυτα από τον έξω κόσμο. Γνωρίζουν με ακρίβεια τι γίνεται στην υδρόγειο και χρησιμοποιούν όσα εφευρίσκονται σ’ άλλους τόπους: “Έτσι βλέπετε πώς αναπτύσσουμε το εμπόριο αποβλέποντας όχι στο χρυσό, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, ούτε στο μετάξι και τ’ αρώματα, ούτε στα πανάκριβα πράγματα, αλλά μόνο στην πρώτη δημιουργία του Θεού, το φως”. Μόνο που δεν επιτρέπουν το συγχρωτισμό με τους ξένους στην περίπτωση που θα τους οδηγούσε σε αλλαγή προς το χειρότερο…