Επανειλημμένως μου εζητήθη να γράψω τα απομνημονεύματά μου. Έως τώρα ηρνήθην. Τι ανάγκην ειμπορεί να έχη ο καθένας, απήντων, δια να ακούση ό, τι έχω να είπω.
Τώρα όμως, αφ’ ου μία Αγγλίς φίλη, της οποίας την γνώμην εκτιμώ, τονίζει την αδικίαν του να αφήσω την μνήμην Εκείνων, οι οποίοι μού είναι προσφιλείς, εις άλλους οι οποίοι δεν δύνανται ενδεχομένως να γνωρίζουν την αλήθειαν, δεν διστάζω περισσότερον.
Εις μίαν ζωήν η οποία ήτο όλη ευτυχία, η γάγγραινα της “πολιτικής” παρεισέφρυσε, συντρίψασα τα πεπρωμένα όλης της οικογενίας μου.
Αι ευτυχείς ημέραι έφερον ήδη εν εαυταίς τα σπέρματα της τραγωδίας, η οποία εκρήμνισεν ολόκληρον το οικοδόμημα. Τι ημπορούσαμεν όμως άλλο να κάμωμεν, παρά το καθήκον μας. Είμεθα απλά όργανα εις χείρας μιας απαίσιας ειμαρμένης.
Καθώς βλέπω οπίσω προς το παρελθόν, αι σκηναί περί των οποίων γράφω, φαίνονται πράγματι πολύ μακρυναί και οι ήρωές των απλοί ξένοι.
Γράφων δι’ εμέ τον ίδιον -το πράγμα μου είναι πάντοτε δυσάρεστον- έχω αυτήν την παρηγορίαν. Αι τωριναί ημέραι της ζωής μου είναι τόσον διαφορετικοί από τας ημέρας που επέρασαν, ώστε μου φαίνεται ωσάν να έγραφα όλον τον καιρόν δια κάποιον άλλον…
Δια να συλλέξω αυτάς τας ολίγας αναμνήσεις, ήμην υποχρεωμένος να βασισθώ σχεδόν εξ ολοκλήρου εις την μνήμην μου, αφ’ ου όλα μου τα βιβλία και αι σημειώσεις μου εδρίσκονται εις τας Αθήνας. Ίσως άλλως τε, αυτό να μην είναι μειονέκτημα.