… Στις τέσσερις, ένας εικοσάχρονος οδηγός απ’ τη Λάρισα τραβάει το χειρόφρενο και κοκαλώνει το γέρικο λεωφορείο έξω απ’ την πύλη του Νοσοκομείου. Κάθε μέρα στις τέσσερις, το επισκεπτήριο περνά την πύλη με γλύκα, ένα κοριτσίστικο γράμμα, «ασ’ το θα το δεις μετά», τσιγάρα και πορτοκαλάδες «Φινοχύμ », Στην πύλη μάνες π’ ανοίγουν το μαύρο μαντίλι , το δένουν γύρω απ’ το λαιμό, μάνες, η μάνα σου Άλκη, Γιάννη, Δείμο, η μάνα σου, που βαρέθηκε να κλαίει στο μεταγωγών, με μια πλεχτή κόκκινη μπλούζα και με κείνη τη μοναδική ευπρόσωπή της φούστα. «Πώς βρέθηκε εδώ το δικό μου παιδί;», δεν ξέρει, ξέρει μόνο ν’ αφήσει ένα δάκρυ, να ικετέψει, την ώρα που τη σπρώχνει ο αστυνσμικός και πρσσπαθεί να σου βάλε ι στο χέρι ένα πακέτο μπισκότα ή ένα τσιγάρο.
Μάνες, μάνα και δική μου μάνα, πριν γυρίσει το χαρτόκουτο απ’ τη Γιάρο – τσιγάρα σου ‘στειλα και λίγη πίτα που την τρως, δώσε και στους άλλους, άντρα μου , σ’ αγαπώ – φόρεσες τα ίδια τριμμένα παπούτσια, Κορυδαλλός, κέντρα αποτοξίνωσης – βάλε μυαλό, αγόρι μου – δικαστήρια ανηλίκων, συνελήφθη στο γήπεδο για χουλιγκανισμό, χρήστης ναρκωτικών, έκλεψε, σπείρα – ναι, τότε που τον πήρε ο Μανόλης, να πάνε για καφέ – ναι, τότε τρυπήθηκε , με καρφωμένο στα μάτια του ένα βίντεο κλιπ…
Μάνες, μάνα και δική μου μάνα, πριν γυρίσει το χαρτόκουτο απ’ τη Γιάρο – τσιγάρα σου ‘στειλα και λίγη πίτα που την τρως, δώσε και στους άλλους, άντρα μου , σ’ αγαπώ – φόρεσες τα ίδια τριμμένα παπούτσια, Κορυδαλλός, κέντρα αποτοξίνωσης – βάλε μυαλό, αγόρι μου – δικαστήρια ανηλίκων, συνελήφθη στο γήπεδο για χουλιγκανισμό, χρήστης ναρκωτικών, έκλεψε, σπείρα – ναι, τότε που τον πήρε ο Μανόλης, να πάνε για καφέ – ναι, τότε τρυπήθηκε , με καρφωμένο στα μάτια του ένα βίντεο κλιπ…