Δύσκολο στον ορισμό του (γοτθική νουβέλα, μεσαιωνικό χρονικό, αστυνομικό μυθιστόρημα, ιδεολογικό αφήγημα, αλληγορία… ) αυτό το μυθιστόρημα (που η υπόθεσή του εμπλέκεται με την Ιστορία, γιατί ο συγγραφέας – ψευδόμενος πιθανόν – διαβεβαιώνει πως ούτε μια λέξη δεν είναι δική του), μπορεί ίσως να διαβαστεί από τρεις κατηγορίες αναγνωστών. Η πρώτη κατηγορία θα συναρπαστεί από τις συνωμοσίες και τις απρόβλεπτες εξελίξεις και θα αποδεχθεί ακόμη και τις μεγάλες λόγιες συζητήσεις και τους φιλοσοφικούς διαλόγους, καθώς θα προαισθάνεται ότι ακριβώς σ’ εκείνες τις αόριστες σελίδες φωλιάζουν τα αποκαλυπτικά σημεία, ίχνη και αποτυπώματα. Η δεύτερη θα παθιαστεί με τη διαμάχη των ιδεών και θα αποτολμήσει συσχετισμούς (τους οποίους ο συγγραφέας αρνείται να επικυρώσει) με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Η τρίτη κατηγορία αναγνωστών θα εννοήσει ότι το κείμενο αυτό είναι μια συρραφή άλλων κειμένων, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με αναφορές, ένα βιβλίο φτιαγμένο από βιβλία.
“Καθηλωτικό, έντονα ελκυστικό και ύπουλα ανάλογο με την εποχή μας” LA REPUBBLICA / “… Το μυθιστόρημα αυτό ανήκει στην κατηγορία των φιλοσοφικών αφηγημάτων του Βολταίρου… Με τη διασκεδαστική αμφίεση μιας λόγιας μυθιστορίας, αποτελεί μια έντονη ικεσία για ελευθερία, μετριοπάθεια και σοφία” L’ EXPRESS